Σε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη στη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», ο Λέκτορας Φιλοσοφίας του Δικαίου, Στέργιος Μήτας αναλύει το περιεχόμενο του βιβλίου «Η ισχύς και το δίκαιο» που μόλις κυκλοφόρησε, από τις νομικές εκδόσεις Hippasus. Ο κ. Μήτας στη συνέντευξη του, παρουσιάζει μεταξύ άλλων τη δομή του βιβλίου, την αλληλοεξάρτηση «δικαίου» και «ισχύος» και τον τρόπο που εφαρμόζεται αυτή η σχέση στο διεθνές δίκαιο, αναπτύσσοντας το ρόλο της κοινωνικής δικαιοσύνης από το παρελθόν μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο «Η Ισχύς και το Δίκαιο» έχουν επιμεληθεί οι Στέργιος Μήτας, Κώστας Στρατηλάτης και Ιορδάνης Κουμασίδης. Ο τόμος φιλοξενεί 18 κείμενα-μελέτες από πανεπιστημιακούς, συγγραφείς και ερευνητές από διάφορα πανεπιστήμια της Κύπρου και της Ελλάδας. Απευθύνεται σε επιστήμονες από το χώρο των νομικών σπουδών, της πολιτικής φιλοσοφίας, των κοινωνικών σπουδών, αλλά και ευρύτερα στο ενδιαφερόμενο κοινό.
Στιγμιότυπο από την παρουσίαση του τόμου “Η Ισχύς και το Δίκαιο” στην Αθήνα, Polis Art Cafe – Στοά του Βιβλίου, Παρασκευή 31.01.2020.
Από αριστερά, Ιορδάνης Κουμασίδης (συνεπιμελητής του τόμου, διδάσκων ΕΚΠΑ), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νομικής ΑΠΘ), Στέργιος Μήτας (συνεπιμελητής του τόμου, Λέκτορας Νομικής Παν. Λευκωσίας), Βαγγέλης Μπιτσώρης (συγγραφέας-μεταφραστής)
Δείτε τα περιεχόμενα και το προλογικό σημείωμα του βιβλίου
Ο τίτλος του βιβλίου είναι: «Η ισχύς και το δίκαιο». Πώς συνδέονται οι δύο έννοιες;
Ο Χ. Λ. Μπόρχες είχε γράψει κάπου ότι, εάν θέλεις να φτιάξεις έναν λαβύρινθο, μπορείς πολύ απλά να στήσεις αντικριστά και απέναντι δύο καθρέφτες. Βρίσκω ότι περίπου έτσι, οι έννοιες αυτές έχουν διάφορα είδωλα και όψεις· κι η αντιπαραβολή τους γεννάει μυριάδες διαδρομές για τη σκέψη. Χτίζει έναν από τους πιο γοητευτικούς λαβυρίνθους για το δίκαιο, την πολιτική και τη φιλοσοφία. Το βιβλίο φροντίζει να ξεκλειδώσει τις διάφορες σημασίες που ενέχουν οι επίμαχες έννοιες: η ισχύς ως δύναμη, αλλά κι ως αποτελεσματικότητα ή, ακόμη, εγκυρότητα· το δίκαιο ως σύνολο εξαναγκαστικών, όπως και νομότυπων (εν ισχύ) κανόνων· και από κοντά –ή μακριά– το δίκαιο ως ορθότητα, ως δικαιοσύνη. Κι η αντιπαραβολή των πολλαπλών αυτών ειδώλων ή σημασιών μπορεί να αφορά σειρά ολόκληρη από πράγματα.
Ενδεικτικά;
Μια πρώτη συζήτηση αφορά τη γνωστότατη αντίληψη για το δίκαιο ως αντίβαρο στη δύναμη, ως αντίποδα της ισχύος. Ότι η οργανωμένη πολιτεία μπορεί (και πρέπει), μέσα από νομικούς κανόνες και θεσμούς, να προστατεύει τους πάντες από τη βία, την απάτη, την εκμετάλλευση και πρωτίστως τους πιο ευάλωτους στα παραπάνω, άρα τους αδύναμους. Οπότε το ερώτημα είναι πώς –κι αν πράγματι– το κάνει αυτό. Μπορεί η συζήτηση, επίσης, να διαπλέκεται με το άλλο, εξίσου κλασικό, ζήτημα: Ότι το δίκαιο αυτοπροβάλλεται κι επιβάλλεται ως η μόνη ισχύς στη θεσμοθετημένη πολιτεία. Και το παλιό διαχρονικό ερώτημα, που έθετε κι ο Αυγουστίνος, τι είναι αυτό, εάν υπάρχει, που κάνει τις επιταγές του νόμου να διαφέρουν από τις προσταγές μιας συμμορίας ληστών, διαπερνάει εδώ την όλη κουβέντα. Εδώ αναγκαία μπαίνουν πια στο τραπέζι κι άλλες νεώτερες έννοιες/αξίες, όπως δημοκρατία, δικαιώματα, κράτος δικαίου κ.ά. Κι η υπενθύμιση ότι κρίσιμο ερώτημα, πια, στις σύγχρονες πολιτείες δεν είναι μόνο το «ποιος ασκεί την εξουσία», αλλά και το «πώς την ασκεί» ή «με ποιον τρόπο ελέγχεται» στην άσκηση αυτής, της νομότυπης κατά τα άλλα ισχύος.
Υπάρχει όμως και αντίλογος;
Κάπου εδώ όμως, εισέρχονται στην κουβέντα και επιχειρήματα πιο καχύποπτα. Κατά πρώτον ότι η (όποια) αξία του δικαίου δεν μπορεί να αποκτήσει πρακτική δεσμευτικότητα. Ότι το να μιλάμε για δίκαιο είναι σαν να χτυπάμε απλώς σε μια συζήτηση το χέρι στο τραπέζι. Ότι αυτή η λέξη είναι άδεια από νόημα και το μόνο που έχει σημασία είναι να ξεχωρίζουμε αντίρροπες δυνάμεις και συμφέροντα. Όπως το είχε συνοψίσει ο Αριστόβουλος Μάνεσης παλιότερα, «η απάντηση στο ερώτημα πότε και ποιοι νόμοι είναι άδικοι, ποιος και πώς το διαπιστώνει» δεν κρίνεται από την «καταμέτρηση της αδικίας», αλλά την «αναμέτρηση της δύναμης». Σχετικές είναι κι οι μαρξιστικές ή άλλες νεώτερες κριτικές θεωρήσεις, που θέλουν το δίκαιο να ανακλά τα συμφέροντα των ισχυρών ή να νοηματοδοτείται κατά τα συμφέροντα των ισχυρών. Οπότε το ερώτημα είναι αν –καταμεσής σε έναν κόσμο ο οποίος σφαδάζει ανάμεσα στη γυμνή ισχύ και την έντεχνη εξαπάτηση– διαθέτουμε δυνατότητα και κριτήρια αποτίμησης των διάφορων αντιτιθέμενων δυνάμεων και νοημάτων. Όλα τα παραπάνω τα αφήνω εννοείται στο τραπέζι, δίχως καμιά πρόθεση εξάντλησης ή έστω πλαισίωσης των ερωτημάτων. Μονάχα για να δώσω λιγάκι το στίγμα των συζητήσεων και θεμάτων που θίγονται στο βιβλίο.
Πώς προέκυψε η έκδοση του βιβλίου;
Η έκδοση αποτυπώνει, αλλά και επεκτείνει, τις εργασίες που είχαν προηγηθεί, ενός διήμερου συνεδρίου που είχαμε διοργανώσει το Νοέμβριο του 2016 – στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Το συνέδριο είχε στο κέντρο των εργασιών του και διερευνούσε ακριβώς αυτήν τη θεματική («Δίκαιο και Ισχύς»), στις διάφορες πτυχές της. Τόσο σε επίπεδο φιλοσοφίας και νομικής θεωρίας, όσο και επιμέρους δικαιικών εφαρμογών. Ο λόγος που η έκδοση δεν φέρει τον υπότιτλο ή την ένδειξη «Πρακτικά Συνεδρίου» δεν είναι άλλος από το ότι οι ανακοινώσεις έχουν τύχει εκτενούς επεξεργασίας και επιμέλειας, με μακροπερίοδη δουλειά εκ μέρους των συντακτών, όπως και των επιμελητών. Το εισαγωγικό κείμενο δε, το οποίο προτάσσεται των μερών του βιβλίου, το «Δίκαιο και ισχύς: Όψεις μιας πολυσύνθετης σχέσης» (διά χειρός του συναδέλφου Κώστα Στρατηλάτη), είναι πολύ λιγότερο μία τυπική εισαγωγή και πιότερο μια αυτοτελής, πολύπτυχη μελέτη για το θέμα· γραμμένη σχεδόν εξ υπαρχής για τις ανάγκες του τόμου.
Ποια η δομή του βιβλίου;
Το βιβλίο φιλοξενεί 18 κείμενα/μελέτες από συγγραφείς, πανεπιστημιακούς κι ερευνήτριες/ερευνητές από διάφορα πανεπιστήμια της Κύπρου και της Ελλάδας. Το έργο ξεκινάει με το προλογικό σημείωμα των επιμελητών και την εισαγωγή που ανέφερα πιο πάνω. Κι ακολουθούν τρία μέρη: Στο πρώτο στεγάζονται συμβολές που εστιάζουν στο έργο και τη σκέψη κλασικών, νεώτερων και σύγχρονων φιλοσόφων (Αριστοτέλης, Χομπς, Σπινόζα, Νίτσε, Σμιτ, Φουκώ, Ντελέζ, Καστοριάδης κ.ά.). Το επόμενο ερευνά τη σχέση δικαίου και ισχύος στο πεδίο θεμελιωδών ζητημάτων της νομικής θεωρίας και του δημοσίου δικαίου (βλ. ερμηνεία του δικαίου, κοινωνική δικαιοσύνη, κοσμικό κράτος και πολυπολιτισμικότητα, συσχετισμοί ισχύος και Σύνταγμα κ.ά.). Στο τρίτο μέρος, εξετάζονται ειδικότερες εφαρμογές ή προβολές της σχέσης σε επιμέρους πεδία και αντικείμενα δικαίου: στο αστικό δίκαιο, στο ποινικό, στο φορολογικό, στο εργατικό και στις διεθνείς σχέσεις.
Σε ποιον απευθύνεται το βιβλίο; Γιατί να το αγοράσει κάποιος;
Το βιβλίο μπορεί να φαίνεται σχετικά απαιτητικό, ότι προϋποθέτει από τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια κάποια προηγούμενη τριβή ή εξειδίκευση. Κι όμως το βιβλίο δουλεύει ακριβώς αντίθετα. Δεν μονολογεί, δεν αφορά το τάδε ή το δείνα περιχαρακωμένο κοινό. Απευθύνεται σε επιστήμονες και θεράποντες πολλών πεδίων: του δικαίου, της φιλοσοφίας, των πολιτικών και κοινωνικών σπουδών· όσο όμως επίσης κι ευρύτερα στο ενδιαφερόμενο κοινό, ένα κοινό βεβαίως με ορισμένη διανοητική ευαισθησία και δημόσιες-πολιτικές ανησυχίες.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται εφαρμογές σε επί μέρους τομείς του δικαίου, πέραν των πιο θεωρητικών και φιλοσοφικών προεκτάσεων. Πώς ενδιαφέρει το βιβλίο τον εφαρμοστή του δικαίου;
Βεβαίως, ο τόμος δεν θα βοηθήσει κάποιον ή κάποια στη σύνταξη ενός δικογράφου. Σίγουρα όμως μπορεί να σμίξει με τις αναπόφευκτα βαθύτερες σκέψεις που κάνουν οι επαγγελματίες του δικαίου, για την ίδια την υφή και τις προϋποθέσεις του αντικειμένου τους. Θα μπορούσε να του δώσει αφορμή και πλαίσια να δουλέψει τις θεωρητικές του διαισθήσεις ή τα κριτήρια της πράξης του. Σίγουρα πάντως, τολμώ να πω, ο εφαρμοστής του δικαίου, μπορεί να βιώσει πολύ καλύτερα από τον άπειρο αναγνώστη, την «υπόθεση εργασίας» πολλών από τις μελέτες του βιβλίου· παραδείγματος χάρη για τα παίγνια ισχύος που εκτυλίσσονται ανάμεσα στις γραμμές μιας δικαστικής απόφασης ή πίσω από τα μέτρα δικονομικού εξαναγκασμού.
Υπάρχει περιθώριο για αναζήτηση κανόνων πέραν από τα συμφέροντα και τη δυνατότητα επιβολής της ισχύος; Μπορεί να υπάρξει αναζήτηση δικαιοσύνης με βάση κανόνες δικαίου που δεν στηρίζονται στην ισχύ;
Στη συνέντευξη, εκφράζω εννοείται τις δικές μου θέσεις, κι όχι περιεχόμενα ή θέσεις του τόμου εν όλω. Βρίσκω πολύ γόνιμη φιλοσοφικά τη διαίσθηση ότι, όταν κάνουμε λόγο για δίκαιο, μιλάμε για κάτι το καθολικό, κάτι που έχει ίσως υπερ-υποκειμενική διάσταση κι αξία. Ενώ η δύναμη αναφέρεται σε μια στενότερη σκοπιά, σε κάτι μερικό, στο ιδιαίτερο συμφέρον του ενός ατόμου ή ομάδας. Γνωρίζουμε εν προκειμένω, από τη νομική και πολιτική φιλοσοφία του Ρουσσώ και του Καντ, ότι το μόνο δυνατό αντικείμενο ως προς το οποίο είναι δυνατόν όλες οι επιμέρους βουλήσεις να ενωθούν σε μια γενική βούληση είναι το δίκαιο, ως όρος και διασφάλιση της συνύπαρξης των ελευθεριών. Όταν μιλάμε για ελευθερία με τη δικαιοπολιτικά κρίσιμη έννοια του όρου, αναφερόμαστε σε θεσμούς που εγγυώνται την έννομη ελευθερία καθενός και καθεμιάς να ζουν σε ανεξαρτησία από τον εξαναγκασμό του ιδιαίτερου συμφέροντος. Σε φιλοσοφική απαξία εδώ, δεν κείται ο εξαναγκασμός ως τέτοιος, αλλά ο άδικος, ο αυθαίρετος εξαναγκασμός. Κι αυτό απαιτείται εν ολίγοις από το δίκαιο: να είναι μια δημόσια/δικαιολογημένη ισχύς που περιορίζει, εάν τούτο χρειαστεί, την αυθαίρετη ελευθερία κάποιων, κατά τη δυνατότητα της ίσης ελευθερίας όλων. Και αυτό δεν είναι διόλου ένα επιχείρημα που πάσχει από νομική μυωπία (δεν βλέπει τίποτα δηλαδή, πέραν του δικαίου) ή από πολιτική αφέλεια (παραγνωρίζει ας πούμε την ύπαρξη και τη διαπάλη αντίρροπων πολιτικά συμφερόντων). Να θυμίσω εδώ ότι οι πολιτικοί αγώνες, στο σύγχρονο εν πάση περιπτώσει κόσμο, είναι θεμελιωδώς, αγώνες για το αν η κρατική ισχύς θα ασκηθεί για να προστατεύει την έννομη ελευθερία όλων ή αντίθετα την άδικη ελευθερία των λίγων, π.χ. των ισχυρών ή των προνομιούχων.
Να υπάρχουν κριτήρια δικαιοσύνης, δηλαδή;
Ο Καντ το είπε, πολύ γλαφυρά κι επιδέξια, ως εξής: Είναι εφικτό κι αναγκαίο να εδραιώσουμε νομικούς θεσμούς χάρη στους οποίους ακόμη και ένα έθνος διαβόλων θα είναι υποχρεωμένο να συμπεριφέρεται δίκαια. Δεν αναμένουμε να ανασχηματισθούν, με κάποιον μαγικό τρόπο, οι άνθρωποι σε ατόφια ενάρετα όντα. Ούτε και περιμένουμε, κάπως αντίστροφα, να δει φως η «δίκαιη κοινωνία» (κάτι που λίγο ή πολύ, εξάλλου, παραμένει ένας κανονιστικός ορίζοντας, για τον ορθό προσανατολισμό), ώστε να φερθούμε –ή να αξιώνεται να φερθούμε– με δίκαιο τρόπο. Ελάχιστο συστατικό μιας πολιτείας δικαίου είναι μεταξύ άλλων και το εξής: να μπορεί να κατονομάζεται (και να διεκδικείται να αναγνωριστεί θεσμικά ως τέτοια) μια αδικία. Λόγου χάρη μια παραβίαση του ισχύοντος δικαίου, είτε από την πλευρά των πολιτών είτε κι από την πλευρά των ασκούντων εξουσία. Ελάχιστο συστατικό είναι επίσης, το να υπάρχει η αναγκαία πολιτική και διανοητική σφαίρα ελευθερίας, εντός της οποίας να μπορούμε να προβάλλουμε αξιώσεις για κάτι επιθυμητό, καλύτερο (υπό κάποια εύλογα κριτήρια) από το ισχύον δίκαιο.
Ισχύει ότι η δικαιοσύνη εξαρτάται από την ισχύ αλλά δεν ισχύει το αντίθετο;
Αυτό παραπέμπει στην περίφημη φράση του Μπλεζ Πασκάλ, με ανάλυση της οποίας ανοίγει το βιβλίο, στο προλογικό σημείωμα. Ένα διάσημο σημείο των Στοχασμών του ξεκινάει με τον αφορισμό: «η δικαιοσύνη χωρίς τη δύναμη είναι ανίσχυρη, η δύναμη χωρίς δικαιοσύνη είναι τυραννική». Φαίνεται δηλαδή εδώ να εξαρτώνται τόσο η μεν από τη δε, όσο και το ανάποδο. Η δικαιοσύνη πρέπει να οπλίζεται με δύναμη, αλλιώς θα μένει ανήμπορη (διότι πάντα, καθώς λέει, θα υπάρχουν φαύλοι που θα αντιμάχονται τη δικαιοσύνη). Αλλά και η ισχύς έχει ανάγκη να συμβαδίζει με το δίκαιο. Διότι αλλιώς, γεννώνται παράπονα (η δύναμη, μας λέει, χωρίς τη δικαιοσύνη είναι κατακριτέα). Ο Πασκάλ όμως, με μια εντυπωσιακή πιρουέτα σκεπτικισμού, καταλήγει ότι είναι αδύνατο να υποστηρίζεις ότι η ισχύς θα γίνει δίκαιη. Η ισχύς είναι φυσική δύναμη, προσθέτει, και υπάρχει αφ’ εαυτού. Δεν έχει ανάγκη τη δικαιοσύνη για να υφίσταται και να ασκείται. Η δικαιοσύνη απ’ την άλλη «υπόκειται σε αμφισβήτηση». Δεν μπορούμε καν να δώσουμε δίκαιο σε όσους τυχόν διαμαρτύρονται ότι υφίστανται «ισχύ χωρίς δικαιοσύνη», ότι λόγου χάρη τους ασκείται καταπίεση ή αδικία. Γιατί; Γιατί κατά τον Πασκάλ δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είναι η δικαιοσύνη. Θα συμφωνήσω πράματι, χωρίς όμως να συμμερίζομαι ως φιλοσοφική στάση τον σκεπτικισμό του Πασκάλ, ότι εάν δεν υπάρχει δίκαιο (παρά μόνο, π.χ. για το θέμα μας, αντιμαχόμενα συμφέροντα), τότε πρέπει να παραιτηθούμε από κάθε σκέψη για δικαιοσύνη, όσο και κριτική σε αδικία. Εάν θέλουμε από την άλλη να είναι βάσιμη ή έστω δυνατή η αποτίμηση μιας συμπεριφοράς ως δίκαιης ή άδικης, χρειαζόμαστε αξιακά κριτήρια. Προσωπικώς ασπάζομαι ότι είναι δυνατή η έγκυρη αναζήτηση τέτοιων κριτηρίων, χρειάζεται ωστόσο να πάμε σε άλλη φιλοσοφική επιχειρηματολογία, πέραν του Πασκάλ.
Συχνά αναφέρεται στο δημόσιο διάλογο η φράση του Θουκυδίδη ότι ο ισχυρός προχωρά όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του. Έχει ρόλο η διεθνής δικαιοσύνη να διαδραματίσει στη σημερινή συγκυρία;
Στο συγκεκριμένο σημείο, θα ήθελα να σχολιάσω την παράχρηση ή και παρανόηση οι οποίες συνοδεύουν τη συχνή επίκληση, επί του θέματος αυτού, του Θουκυδίδη. Ενίοτε δε με δόσεις καθαρού κυνισμού, περίπου ως προτροπή να επιβάλλεται κανείς με τη δύναμή του όποτε κι όσο μπορεί (αλλιώς, αν δεν το μπορεί, να υποτάσσεται τάχα στη δύναμη όσων το μπορούν;). Πρώτα από όλα, η φράση αυτή αποδίδεται ως θέση των Αθηναίων μέσα στην εξιστόρηση του Πελοποννησιακού πολέμου, κι όχι συνάμα όπως με βιασύνη υπολαμβάνεται και ως θέση του ίδιου του ιστορικού. Τουναντίον, ο Θουκυδίδης φαίνεται να κρίνει αρνητικά τη συμπεριφορά και την ωμή αυτοδικαιολόγηση εδώ των Αθηναίων. Ο διάλογος Αθηναίων-Μηλίων, από όπου και το διάσημο αυτό απόσπασμα, εξιστορείται πολύ περισσότερο ως στιγμιότυπο σταδιακής μετατροπής της αθηναϊκής ηγεμονίας σε αθηναϊκή τυραννία. Ως δείγμα της αθηναϊκής ύβρης λίγο ακριβώς πριν την καταστροφή τους (βλ. Σικελική εκστρατεία). Εξάλλου, στον Θουκυδίδη, αναφέρεται επίσης και το αντεπιχείρημα ότι η ισορροπία δυνάμεων είναι μάλλον πρόσκαιρη, οπότε ίσως συμφέρει ακόμη και τον ισχυρό –διότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να χάσει την ισχύ του– να φέρεται νόμιμα. Σημειωτέον τέλος, ότι το δίκαιο εδώ δεν σχετίζεται με την αρετή ή τη δικαιοσύνη, αλλά ολοκάθαρα με την τότε νομιμότητα (βλ. συμφωνίες μεταξύ των πόλεων, ψηφίσματα κ.λπ.).
Πως όμως αυτό συμπίπτει με τη διεθνή δικαιοσύνη;
Πολλοί επικαλούνται, κι από κριτική σκοπιά καλώς το πράττουν, κοινές σε όλους και όλες μας εμπειρίες όπως οι εξής: Ότι «οι πλούσιοι φοροδιαφεύγουν, τα ισχυρά κράτη δεν σέβονται το διεθνές δίκαιο, οι δυνατοί επιφανείς ξεφεύγουν από την ποινική τιμωρία» κ.λπ. Πρέπει όμως να τηρείται η διάκριση ανάμεσα στο κανονιστικό και το εμπειρικό περιεχόμενο της δήλωσης. Ο Καντ το γράφει στην Αιώνια Ειρήνη αυτό με πάσα ακρίβεια, ότι μπορεί και πρέπει να δοθεί τέλος στο σόφισμα αυτό και στην αδικία που συγκαλύπτει: δηλαδή, στην επικίνδυνη αρχή, η οποία επικαλείται τη δυσκολία τήρησης του δικαίου ως δικαιολογία για κάθε παραβίαση. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να αγνοούμε τη νομική παραβίαση, παρ’ όλη την κοινοτοπία της. Σαν αυτό που παραβιάστηκε να μην ήταν –καν– κάτι το δεσμευτικό. Το επιχείρημα συνεπώς είναι υπέρ της συμμόρφωσης των αδικοπραγούντων ισχυρών, υπέρ της τήρησης κι όχι φυσικά της εγκατάλειψης του δικαίου. Το διεθνές δίκαιο βεβαίως έχει τα οικεία χαρακτηριστικά του, έχει τους δικούς του κανόνες και τους δικούς του μηχανισμούς ελέγχου των κανόνων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι παύει να είναι δίκαιο και να υπόκειται στις παραπάνω αξιώσεις.
Ποιος ο ρόλος της κοινωνικής δικαιοσύνης; Εξαρτάται και αυτή από την εκάστοτε ισχύ των κοινωνικών ομάδων ή μπορεί να τύχει εφαρμογής ανεξάρτητα από ισορροπίες ισχύος;
Υποστηρίζω ότι, στο δίκαιο και στο νομικό λόγο, σε ό,τι αφορά το θέμα αυτό, έχουμε περάσει από μια προβληματική κατάσταση σε μια άλλη: Από την εποχή της νομικής αθωότητας για το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης στην εποχή της νομικής απαγόρευσης. Μέχρι πρόσφατα, θεωρείτο ότι το δίκαιο μπορεί να αντιμετωπίζει τα ζητήματα της ένδειας, της εξαθλίωσης, της οξείας οικονομικής ανισότητας, περίπου ως ο Πόντιος Πιλάτος: απωθώντας τα, μη αναδεχόμενο την οποιαδήποτε ευθύνη. Σήμερα, έχουμε μεταβεί σε μια κατάσταση όπου το να συζητάμε για αυτά τα θέματα θεωρείται ότι «κοστίζει», ότι είναι «λαϊκισμός». Ότι όχι μόνο δεν δικαιούται το κράτος να παρεμβαίνει στις οικονομικές συντεταγμένες των κοινωνικών σχέσεων, αλλά κι ότι εφόσον το κάνει είναι «ανελεύθερο» ή «γραφειοκρατικό». Σαφώς και όλα αυτά μπορούν να κατανοηθούν στο πλαίσιο μιας κριτικής της πολιτικής ιδεολογίας. Όμως αυτό που είναι για εμάς –εννοώ τους νομικούς– κρίσιμο είναι να μη ξεχνάμε ότι θα παραμένει (και) νομική υπόθεση να καταστρώνονται και να ευοδώνουν θεσμοί και κανόνες που να θωρακίζουν, μεταξύ άλλων, τους οικονομικά ευάλωτους απέναντι στην αυθαιρεσία των οικονομικά ισχυρών. Να αίρουν την αυθαίρετη και μη καταλογιστή στο πρόσωπο κοινωνική μειονεξία. Να εξαλείφουν σταδιακά τις συνθήκες που αναπαράγουν την οξεία, σιωπηρή βία που είναι η ένδεια. Δεν μπορώ να επεκταθώ εν προκειμένω, αλλά ας μου επιτραπεί να αναφέρω ότι με αυτά καταπιάνεται η δική μου συμβολή-μελέτη στον τόμο, για την «ισχύ των εύπορων και το δίκαιο των ενδεών».
Είστε αισιόδοξος ως προς τη δυνατότητα της δικαιοσύνης να περιορίσει την αυθαιρεσία της ισχύος;
Από παλιά, κι όχι μόνο σήμερα, υπάρχει μια εύστοχη καχυποψία απέναντι στο να είναι κανείς αισιόδοξος (βλ. π.χ. το εκπληκτικό έργο Καντίντ του Βολταίρου). Σήμερα τυγχάνει απλώς αυτό να συνάδει επιφανειακά και με το στιλ των ημερών, την εκλεπτυσμένη υποτίθεται απόσταση από τις «αξίες» και τις «ιδέες», τον ήπιο κυνισμό κ.λπ. Θα πρέπει να θυμηθούμε τη διαφορά, όμως: Είναι άλλο η πίστη ότι «τα πράγματα θα πάνε οπωσδήποτε καλά», κι άλλο η πεποίθηση ότι κάτι φέρει νόημα, ότι έχει πρακτική εγκυρότητα και μας δεσμεύει. Ο Καντ δεν ήταν διόλου αφελής ως προς αυτό. Όταν έλεγε φερειπείν ότι το πρόβλημα της δικαιοσύνης, δηλαδή το να μειώνεται σταδιακά η ισχύς και να ενδυναμώνεται η ελευθερία, είναι το «μέγιστο πρόβλημα για το ανθρώπινο γένος» και «συνάμα εκείνο που θα λυθεί αργότερα από όλα». Ναι λοιπόν, να μην είμαστε αισιόδοξοι, αν αυτό σημαίνει αφέλεια, εγκατάλειψη του κριτικού βλέμματος. Και επίσης ναι, να είμαστε μελαγχολικοί (το προτιμώ από το απαισιόδοξοι), πρωτίστως όμως μελαγχολικοί για όσα δεν πετύχαμε ακόμα.